Είπαμε ότι το πρώτο βήμα για να διακόψει κανείς το κάπνισμα είναι να ξεκαθαρίσει τους λόγους για τους οποίους θέλει να διακόψει.
Το δεύτερο απαραίτητο βήμα είναι να κατανοήσει γιατί καπνίζει. Η πιο εύκολη απάντηση του καπνιστή είναι για εκείνον σχεδόν αυτονόητη: Μα γιατί μ΄αρέσει!!! Κι ενώ αυτή η απάντηση φαίνεται αυτονόητη, όλοι οι καπνιστές, ή καλύτερα όσοι θυμούνται το πρώτο τους τσιγάρο, περιγράφουν μια δυσάρεστη εμπειρία. Ζαλάδα, πικρίλα, ζεστή αηδιαστική γεύση, άσχημη μυρωδιά, βήχας, σε μεγάλη κατανάλωση ακόμη και εμετός. Τόσο δυσάρεστη που ήταν σχεδόν σίγουροι ότι δεν θα το ξαναβάλουν στο στόμα τους, όπως άλλωστε και τις μπάμιες! Για όσους τις μισούν μία δοκιμή αρκούσε για να τους κάνει εχθρούς της.
Γιατί λοιπόν το τσιγάρο έχει άλλη αντιμετώπιση κι η εξέλιξη της «σχέσης» μας μαζί του δεν ακολουθεί αυτό που φαίνεται λογικό;
Το να μάθει κανείς γιατί θέλει να καπνίσει, είναι από τα σημαντικότερα βήματα στην διαδικασία της διακοπής, γιατί δεν είναι ούτε τόσο απλό, ούτε τόσο αυτονόητο όσο θέλει ο καπνιστής να νομίζει. Κι είναι σημαντικό γιατί όταν ξέρει κανείς γιατί καπνίζει μπορεί να προετοιμαστεί καλύτερα και να βρει τον καταλληλότερο τρόπο διακοπής.
Μία από τις κυριότερες αιτίες που κάποιος συνεχίζει να καπνίζει είναι η νικοτίνη. Η νικοτίνη είναι μια χημική ουσία στην οποία οφείλεται ο εθισμός. Αυτό κάνει τον καπνιστή να επανέρχεται και να παραβλέπει την πρώτη του εμπειρία, αλλά κι αυτό που αντικειμενικά συμβαίνει, την απαίσια γεύση του τσιγάρου. Το σώμα συνηθίζει την νικοτίνη συν τω χρόνω και όσο περισσότερο καπνίζει κάποιος, τόσο περισσότερη νικοτίνη χρειάζεται για να νιώθει φυσιολογικά. Όταν λείπει η νικοτίνη ο καπνιστής νιώθει εκνευρισμένος, αγχωμένος, άβολα και λαχταρά το τσιγάρο. Αυτό είναι το στερητικό σύνδρομο. Χρειάζεται κάποιο χρόνο για να ξεπεράσει κανείς το στερητικό.
Τα περισσότερα σωματικά συμπτώματα ξεπερνιόνται σε μερικές μέρες, το πολύ στην βδομάδα, αλλά η λαχτάρα για τσιγάρο μπορεί να διαρκέσει περισσότερο γιατί καταλήγουμε να συνδέουμε το κάπνισμα με κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας.
Έτσι εκτός από την σωματική εξάρτηση που δημιουργεί η νικοτίνη, συν τω χρόνω ο καπνιστής εξαρτάται και ψυχολογικά και συμπεριφορικά από το τσιγάρο. Το συνδέει με το διάλειμμα του, την ξεκούραση, την ανακούφιση, την εκτόνωση του άγχους καθώς επίσης και με την συνοδεία πολλών ευχάριστων αλλά και στενάχωρων στιγμών της καθημερινότητάς του. Από το πρωινό ξύπνημα και την συνοδεία του καφέ και της επίσκεψης της τουαλέτας, μέχρι το βραδινό κλείσιμο της ημέρας ένα τσιγάρο συνοδεύει και διευκολύνει τον καπνιστή. Και γιαυτό φαντάζει ακόμη πιο δύσκολη η διαδικασία διακοπής, γιατί η καθημερινότητα φαίνεται βουνό. Το τσιγάρο γίνεται ο άλλος εαυτός του καπνιστή, η ταυτότητά του και αναρωτιέται πώς θα την αποχωριστεί, ποιος θα είναι μετά, πώς θα απαλύνει τις δυσκολίες της καθημερινότητάς του, πώς θα ανακουφίζει τα άγχη του.
Ο καπνιστής που θέλει να διακόψει το κάπνισμα πρέπει να κατανοήσει ξεκάθαρα τον ρόλο της νικοτίνης σε αυτό που βιώνεται ως «ανακούφιση» και να εντοπίσει τα κυρίαρχα συναισθήματα που ο ίδιος συνδέει με το κάπνισμα. Είναι φόβος, απογοήτευση, λύπη, απόγνωση, απελπισία, γιορτινή διάθεση; Όλα αυτά έχουν συνδεθεί στο μυαλό του καπνιστή, κι έχουν διαμορφώσει πεποιθήσεις μέσω ισχυρών επιρροών όπως τα πρότυπα, πρόσωπα του στενού συγγενικού κύκλου, η διαφήμιση αλλά και η παντοδύναμη κουλτούρα του τσιγάρου. Μια ξεκάθαρη εικόνα θα μειώσει την αίσθηση της δυσκολίας και θα κάνει πιο ξεκάθαρο τον στόχο. Επίσης θα αποκαλύψει την πλάνη της ελεύθερης επιλογής να καπνίζει κάποιος. Και αυτό είναι ένα ισχυρότατο κίνητρο για την διακοπή. Γιατί η ελευθερία είναι ένα πολύ ισχυρό αίσθημα και ο άνθρωπος το αναζητά με επιμονή και θυσιάζει πολλά άλλα για να την έχει.
Αφού λοιπόν αυτά έχουν γίνει ξεκάθαρα, μπορεί να σχεδιάσει τα βήματα που θα χρειαστεί να κάνει για να απαλλαγεί από την εξάρτηση της νικοτίνης.